- ελάφι
- Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε. έχουν πολύ συμμετρικό σώμα. Τα ισχυρά και λεπτά άκρα τους καταλήγουν σε δύο οπλές και σε δύο ατροφικά νύχια, που αντιστοιχούν στα πλευρικά δάχτυλα. Το κεφάλι τους έχει μακρουλό σχήμα, ενώ τα αφτιά τους είναι μάλλον μεγάλα και το ρύγχος τους γυμνό. Τα κέρατα, που συνήθως φέρουν μόνο τα αρσενικά, είναι συμπαγή και εμφανίζονται κατά τον 6o-7o μήνα της ηλικίας. Κάθε χρόνο πέφτουν (έκδυση) και εκείνα που τα αντικαθιστούν το επόμενο έτος έχουν πάντα μία ακόμη διακλάδωση, ώσπου το ε. να συμπληρώσει την ανάπτυξή του. Σε κάθε μάτι, κοντά στην εσωτερική γωνία της οφθαλμικής κόγχης, ανοίγεται ένα δακρυϊκό βοθρίο, το οποίο στα αρσενικά εκκρίνει ένα λιπαρό και αρωματικό υγρό. Η οδοντοφυΐα των ε. περιλαμβάνει 34 δόντια και αποτελείται, στο μισό κάθε σιαγόνας, από έναν κυνόδοντα, τρεις προγομφίους και τρεις γομφίους. Το μισό της κάτω σιαγόνας περιλαμβάνει επιπλέον τρεις κοπτήρες. Το τρίχωμα σχηματίζεται από λεπτό χνούδι και τρίχωμα, το οποίο, ανάλογα με την εποχή, αποκτά διαφορετικό χρώμα και πυκνότητα. Τα αρσενικά έχουν τρίχωμα πιο μακρύ γύρω από τον λαιμό, ενώ στο κιτρινοκόκκινο τρίχωμα των νεαρών ατόμων υπάρχουν διάσπαρτα μικρά στρογγυλωπά άσπρα στίγματα.
Τα ε. ζουν σε αγέλες (με αρχηγό ένα θηλυκό), σε ζώνες βαλτώδεις ή ξηρές, σε πεδιάδες και σε βουνά. Τρέφονται κυρίως τις νύχτες με χόρτα, φύλλα, κλαδιά, φλούδες, καρπούς και μανιτάρια. Την αυγή εγκαταλείπουν τα βοσκοτόπια και επιστρέφουν στις περιοχές τους με πολλές προφυλάξεις, για να μην αφήσουν ευδιάκριτα ίχνη. Αναπαύονται ξαπλωμένα ανάμεσα στους θάμνους ή στα δάση. Τα αρσενικά γίνονται επιθετικά την εποχή της αναπαραγωγής. Τα ε. θηρεύονται για το θαυμάσιο κρέας τους, για το δέρμα και τα κέρατά τους.
Από τα διάφορα είδη των ελαφιδών ξεχωρίζει η έλαφος η ευγενήςευρωπαϊκή (cervus elaphus) που ζει στη βόρεια Ευρώπη. Επίσης, συναντάται και στην κεντρική και στη νότια Ευρώπη σε άγρια κατάσταση (αλλά σπανίζει εξαιτίας της θήρας), αλλά και στη νοτιοδυτική Ασία. Το ύψος της, στο ακρώμιο, ποικίλλει μεταξύ 1,2-1,4 μ. Το καλοκαίρι το τρίχωμά της είναι σκούρο κοκκινωπό στη ράχη και στα πλευρά, αλλά λευκό στην περιοχή της κοιλιάς. Τον χειμώνα σκουραίνει στη ράχη, ενώ στο κατώτερο μέρος γίνεται σχεδόν μαύρο.
Το ε. της Βόρειας Αμερικής (cervus canadensis) διαφέρει από το ευρωπαϊκό· έχει μεγαλύτερες διαστάσεις (το ύψος στο ακρώμιο μπορεί να φτάσει τα 1,70 μ.) και τα κέρατα έχουν περισσότερες διακλαδώσεις. Οι Καναδοί το ονομάζουν βαπίτι. Άλλο είδος της Βόρειας Αμερικής είναι το ε. της Βιρτζίνια, που ζει στις ανατολικές και νότιες πολιτείες των ΗΠΑ. Στην Αμερική, στην Ευρώπη και στην Ασία συναντώνται ελαφίδες της υποοικογένειας των οδοντοκοιλίνων, από τις οποίες γνωστότερο είναι το ε. των Άνδεων, το ε. της πάμπας, ο τάρανδος της Τούνδρας κ.ά.
Στην Ασία, εκτός από το ε. το ευρωπαϊκό, ζουν ορισμένα είδη με μικρότερη σωματική διάπλαση: το ε. το στικτό (cervus axis) των Ινδιών· το ε. τάμενγκ και μπαρασίνγκα με τρεις διακλαδώσεις σε κάθε κέρατο· το ε. παράςελαφόχοιρος (ονομάζεται έτσι επειδή είναι ογκώδες με κοντά πόδια και ύψος στο ακρώμιο όχι μεγαλύτερο από 60 εκ.)· οι υδροπότες, με ατροφικά κέρατα, που ζουν στα υγρά μέρη της Κίνας· οι μουντζάκ (είδος του γένους μουντιάκος με μερικά υποείδη), που έχουν ύψος λιγότερο από 40 εκ. και είναι διαδεδομένα στη ζούγκλα και στα δάση της Ινδίας, της χερσονήσου της Ινδοκίνας και της Μαλαισίας· τα σίκα (cervus Nippon) τα οποία κατάγονται από την Ιαπωνία και τη Μαντζουρία, έχουν επίσης μικρές διαστάσεις, το τρίχωμά τους είναι καστανοκόκκινο με ανοιχτά στίγματα, ενώ τα κέρατά τους είναι πιο απλά από εκείνα του ευρωπαϊκού ε. Ένα είδος που αξίζει να αναφερθεί είναι το ε. του Δαβίδ (elaphurus davidianus) που εξαφανίστηκε από την Κίνα, όπου προστατευόταν σε ένα μεγάλο πάρκο κοντά στο Πεκίνο, αλλά επέζησε μόνο σε λίγους ζωολογικούς κήπους της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αυστραλίας. Το ε. αυτό έχει ύψος περίπου 1,20 μ. και διαφέρει από τα άλλα ε. όσον αφορά το σχήμα και το μήκος των κεράτων, την ουρά που είναι πιο μακριά και τις οπλές, οι οποίες είναι πιο πλατιές.
Η έλαφος η ευγενής ζει στη βόρεια Ευρώπη.
Το βαπίσι συναντάται στη Βόρεια Αμερική.
Στην οικογένεια των ελαφιδών ανήκει και η υποοικογένεια των οδοντοκοιλίνων.
Τα ζαρκάδια είναι από τα χαρακτηριστικότερα είδη της οικογένειας των ελαφιδών.
Κοπάδι από ταράνδους, ένα από τα ομορφότερα είδη ελαφιδών.
* * *τοαρτιοδάκτυλο θηλαστικό που χαρακτηρίζεται από τις οστέινες προεκβολές τής κεφαλής, τα γνωστά ελαφοκέρατα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ομηρικός, ιωνικός-αττικός τ. έλαφος προήλθε από *eln-bho-s (πρβλ. έριφος) και εμφανίζει παράλληλο ομηρικό, αιολικό τύπο ελλός«νεβρός, ελαφάκι» < *ελ-νός (πρβλ. αρμ. eln, λιθ. elnis, αρχ. σλαβ. jelenĭ, ουαλ. elain). Ο νεοελληνικός τ. (ε)λάφι < μσν. (ε)λάφιν < ελάφ-ιον που είναι υποκοριστικό τού αρχαίου τύπου έλαφος.ΠΑΡ. ελάφειος, ελάφιοναρχ.ελαφή, ελαφιαία, ελαφίνης, ελάφιοςαρχ.-μσν.ελαφικόςνεοελλ.ελαφάκι, ελαφήσιος, ελαφιάζω, ελαφίδα, ελαφίδες, ελαφίνα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ελαφόβοσκον, ελαφοειδής, ελαφοκέφαλος, ελαφοκτόνος, αρχ. ελαφόκρανος, ελαφόσκορδον, ελαφοσσοΐααρχ.-μσν.ελαφηβόλοςμσν.ελαφόπουςνεοελλ.ελαφογενής, ελαφόκερας, ελαφοκέρατο, ελαφομύκητας, ελαφοπόδαρος, ελαφόπουλο, ελαφόχοιρος. (Β' συνθετικό) τραγέλαφοςαρχ.ιππέλαφος, ιπποτραγέλαφος, ονέλαφος, στραβέλαφος, ταυρέλαφος, χοιρέλαφος].
Dictionary of Greek. 2013.